Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΤΕΧΝΩΣ / Μίμης Βρονταμίτης, ο καπετάνιος που έσωζε ανθρώπινες ζωές στη Μακρόνησο και βοηθούσε τους εξόριστους φαντάρους με κίνδυνο της ζωής του


Το διήμερο 29 Φλεβάρη – 1 Μάρτη του 1948 γράφεται στη Μακρόνησο μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας που συναγωνίζεται στη φρίκη τις θηριωδίες των ναζί καταχτητών.

Το προσχεδιασμένο μακελειό αρχίζει μετά από προβοκάτσια (σκηνοθετημένη «αναταραχή») που στήνουν μια ομάδα Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδας), όταν τα πολυβόλα από τον Λόχο Διοικήσεως αρχίζουν να θερίζουν τους κρατούμενους φαντάρους. Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών κάνει λόγο για 17 νεκρούς και 61 τραυματίες.


Για τον «Γολγοθά». Του Γιώργου Φαρσακίδη, από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ.
Για τον «Γολγοθά». Του Γιώργου Φαρσακίδη, από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ.

Την επόμενη μέρα σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη βάλει αδιακρίτως κατά των φαντάρων. Οι ακτές, οι πλαγιές, όλοι οι χώροι όπου κυκλοφορούσαν φαντάροι γεμίζουν πτώματα. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των νεκρών! Ο γιατρός του Α” τάγματος Γεωργιλάκος θα βεβαιώσει πολλά χρόνια αργότερα ότι ο ίδιος υπέγραψε τα πιστοποιητικά θανάτου 180 φαντάρων. Όμως τα αθώα θύματα του κράτους των «εθνικοφρόνων» είναι πολύ περισσότερα.

Εκείνη την εποχή ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης από τη Τζια, έχει επιταχτεί με το καΐκι του «Άγιος Νικόλαος», για το δρομολόγιο Λαύριο-Μακρόνησος. Μεταφέρει καθημερινά κρατούμενους φαντάρους, πολιτικούς εξόριστους, αξιωματικούς και επισκέπτες, καθώς και τρόφιμα και βαρέλια με νερό. Ο ίδιος, τον Ιούλη του 1987 θα θελήσει να πετάξει από πάνω του το δυσβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες. Ο καπετάν Μίμης θα συναντήσει στο Λαύριο τον Μακρονησιώτη ερευνητή Φίλιππα Γελαδόπουλο και με πόνο ψυχής θα του μιλήσει για τα 350 πτώματα φαντάρων που μέτρησε φορτώνοντάς τα ο ίδιος στο καΐκι του υπό την απειλή των όπλων και οδήγησε στα ανοιχτά του Κάβο Ντόρο όπου ένστολοι του Πολεμικού Ναυτικού τα παραλάμβαναν και «τα φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»…

Στη Μακρόνησο εκτοπίστηκαν δεκάδες χιλιάδες φαντάροι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμμετείχαν στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και… δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο υπόδουλο στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές επίσημο ελληνικό κράτος. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τη διαταγή συγκρότησης του κολαστήριου της Μακρονήσου (όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Φ. Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»):
Σκίτσο για τη Μακρόνησο, από τον Ρίζο της Δευτέρας (6/10/1947)
Σκίτσο για τη Μακρόνησο, από τον Ρίζο της Δευτέρας (6/10/1947)
«Απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα, δια να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας των παρεσύροντο από τα απατηλά συνθήματα των ερυθρών»!

Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο με αγνά αισθήματα για τον συνάνθρωπό του. Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης προερχόταν από οικογένεια με δεξιές καταβολές και παράδοση και ο ίδιος ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της δεξιάς. Ήταν άνθρωπος ντόμπρος, καθαρός, ένας μπεσαλής εργάτης της θάλασσας που ίδρωνε για να βγάλει τίμια το ψωμί του. Μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι δικτάτορες Παπαδόπουλος και Παττακός, που βρίσκονταν εκτοπισμένοι στη Τζια, του προτείνουν μέσω τρίτου προσώπου να τους φυγαδεύσει έναντι γερής αμοιβής, τους στέλνει την εξής απάντηση: «Δεν θέλω τα εκατομμύριά σας. Είμαι τίμιος άνθρωπος και θα μείνω τίμιος σ’ όλη μου τη ζωή».

Την περίοδο που βρίσκεται στη Μακρόνησο (1947-49), οι εικόνες που αντικρίζει καθημερινά τον γεμίζουν με οργή και αηδία. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις κακουχίες των εξόριστων, τα μαρτύρια της πείνας και της δίψας, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες, το αίμα των αθώων παιδιών του λαού που τρέχει μπροστά στα μάτια του. Με τη σφαγή του Φλεβάρη-Μάρτη 1948 αποφασίζει να αναλάβει δράση. Βοηθάει με κάθε τρόπο τους εξόριστους φαντάρους φυγαδεύοντας τραυματίες στο Λαύριο, προμηθεύοντάς τους στα κρυφά τρόφιμα, νερό και φάρμακα, κυριολεκτικά με κίνδυνο της ζωής του αφού αν τον έπιαναν τον «περίμενε» στο στρατοδικείο το Γ΄ Ψήφισμα…


Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης πάνω στο σκαρί του (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη
Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης πάνω στο σκαρί του (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)

Ο καπετάν Μίμης όμως «αδιαφορεί. Σκοπός του να κάμει το χρέος του σαν άνθρωπος – στον όποιο άνθρωπο. Τρόμος, στη Μακρόνησο κόλαση. Σκοτάδι σ’ όλη τη χώρα. Σιγή νεκροταφείου. Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Επί τέλους φώτισε η αυγή. Το χαμόγελο ήρθε πάλι στα χείλη του κόσμου. Ο Μίμης ο Βρονταμίτης, ο θαλασσόλυκος, δεν ανέχτηκε άλλο τη φίμωση. Φίμωση που άλλοι τον υποχρέωσαν. Και μια μέρα, μέσα στο σιδηροπωλείο του ΒΕΡΒΕΡΗ, πρόβαλε όλο το ηθικό του ανάστημα. Άνοιξε την καρδιά του. Τα φανέρωσε όλα. Διελεύκανε το μεγάλο, το τρομερό έγκλημα που συντελέστηκε στη Μακρόνησο στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη 1948». (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).

Μαρτυρία για τον Μίμη Βρονταμίτη, από τον τραυματία στη σφαγή της Μακρονήσου Βάσο Σαλιάρη
«Εμάς τους δέκα τραυματίες μάς κατέβασαν στην παραλία. Το κύμα, όμως, σάρωνε και μες στη θεομηνία κανένας καπετάνιος καϊκιού δεν αποτολμούσε να μας περάσει στο Λαύριο. Αγωνία, τι θα απογίνουμε, και οι τραυματίες να βογκούν και να αιμορραγούν. Τότε ένα άφοβο παλικάρι, ο καπετάνιος Μίμης, το αποφάσισε, μας έβαλε στο αμπάρι και ξεκίνησε. Ο καπετάνιος για χάρη μας έπαιξε τη ζωή του κορόνα – γράμματα.

Μίμης Βρονταμίτης (φωτογραφία από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»)
Μίμης Βρονταμίτης (φωτογραφία από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»)

Μαζί μας συνοδοί δύο γιατροί, ο ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Γεωργιλάκος και ο στρατιώτης Πριόβολος. Η θάλασσα σφόδρα τρικυμισμένη και έτοιμη να μας καταπιεί. Ο καπετάν Μίμης, όμως, σωστός θαλασσόλυκος, κρατούσε γερά το τιμόνι. Εμείς σταυροκοπιόμαστε. Οι γιατροί σφουγγίζουν τις πληγές μας. Με τα πολλά ο Καπετάν Μίμης μάς πέρασε στο Λαύριο. Είχαμε για την ώρα σωθεί.»
(Συλλογικό έργο: «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος. Τόμος Α΄», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)

Η πολύτιμη μαρτυρία του καπετάν Μίμη Βρονταμίτη στον Φίλιππα Γελαδόπουλο, για τη σφαγή της Μακρονήσου

«Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια, καιρός πια να τα ειπώ όλα, την αλήθεια να ειπώ κυρ-Φίλιππα. Έζησα, όλα τα δραματικά γεγονότα, στο νησί, το 1948. Ο στρατός μας, με είχε επιταγμένο μαζί με το καΐκι μου ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ επί μισθό, οκτώ χιλιάδες δρχ. το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους, πέρα μακριά στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο 3ο τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη ΝΕΚΡΟΣ. Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι ακόμα δυό γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους, τους ταχτοποιούσαμε στριμωχτά στο αμπάρι, οι αλφαμίτες Χούμης και Δημητρός Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στο Σκαλούμπακα, το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα – θα μπατάρει το καΐκι. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διάταξε. Τι να ’κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…


Μίμης και Κώστας Βρονταμίτης  (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)
Μίμης και Κώστας Βρονταμίτης (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)

Ανοιγόμασταν, τη νύχτα, στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ. Εκεί στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ, περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες, παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου.» (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).

Μια ακόμα μαρτυρία για τον Μίμη Βρονταμίτη (από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου)
«Αγαπητέ φίλε και σύντροφε Φίλιππα Γελαδόπουλε. Σου γράφω για την τυχαία γνωριμία μου με τον καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, στο χωριό μου το ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ της Χαλκιδικής, το μήνα Μάιο 1975. Ένα απόγευμα μπαίνοντας στο εστιατόριο του αδελφού μου Παναγιώτη Γκιώτη, σ” ένα τραπέζι κάθονταν ο φίλος και συγχωριανός μου Στρατής Χάρκας Ναυτικός, με κάποιον άγνωστον για μένα.
Μίμης Βρονταμίτης (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)
Μίμης Βρονταμίτης (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)

Έλα να σε κεράσουμε ούζο, μου λέει. Από δω φίλε, ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, ήρθε να παραλάβει το καΐκι μου τον ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ. Εγώ λοιπόν ευχήθηκα στον άγνωστό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, Καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, καλορίζικο και καλοτάξιδο και μετά του λέω… Από πού είσαι καπετάνιε; και μου λέει. Από τη Τζιά είμαι. Τότε τον ρώτησα. Η Τζιά είναι καλό νησί; Γιατί το έχω δει από μακριά, μου φάνηκε ξερονήσι και ασβεστόπετρα. Τότε μου λέει. Από που το είδες; Και του είπα. Από την Μακρόνησο. Μου λέει ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης. Έκανες στην Μακρόνησο; Και σε ποιό τάγμα; Του λέω στο 3ο τάγμα και στο 1ο τάγμα. Μου λέει: Εμένα δεν με γνωρίζεις; Εγώ είχα το καΐκι τον Αη Νικόλα που σας έφερνα τρόφιμα. Του είπα. Δεν σε γνωρίζω, γιατί δεν έτυχε να βρεθώ σε αγγαρεία στο καΐκι.

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Φίλιππα Γελαδόπουλου
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Φίλιππα Γελαδόπουλου

Τότε μου λέει. Ήσουν στα γεγονότα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1948; και του λέω, πως δεν ήμουν, τότε πού μας σκότωσαν καμιά τριακοσαριά! Τότε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, πήρε ένα ύφος κάπως αγανάκτησης και σταθερά μου λέει. Για 300 τους είχατε; Τότε του λέω. Καπετάνιε μέσα σε κείνη την κόλαση, ποιος τους είδε; Και ποιος τους μέτρησε; Έτσι όλοι υπολογίζαμε. Και τότε λέει: Τους μέτρησα έναν – έναν, τους μέτρησα έναν – έναν, για να μην τους ξεχάσω, και ήταν 350 και ήταν 350. Τους πήγαινα μακριά από τη Μακρόνησο στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ στο βαπόρι που περίμενε κι εκεί τους έδεναν σε σκουριασμένες σιδερένιες καδένες και πλεμάτια κι έτσι όλους τους σκοτωμένους τους φουντάριζαν στο πέλαγος.
Αυτά μας είπε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, που ήρθε στο ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ, ν” αγοράσει από τον Στρατή Χάρκα, το καΐκι ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ το μήνα Μάιο 1975.
Νίκος Γκιώτης
(Θεσσαλονίκη)»

Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης πέθανε στη Τζιά, στις 3 Μάρτη του 1992.  Το επίσημο κράτος συνεχίζει να αποσιωπά το φριχτό αυτό έγκλημα και να κρατά κρυμμένα στο σκοτάδι τα επίσημα στοιχεία από τα αρχεία του για τη σφαγή στη Μακρόνησο και για την κατάληξη των εκατοντάδων νεκρών. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ…

Δευτέρα 7 Σεπτέμβρη 2015.